Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Το τέλος της λιτότητας ή της δημοκρατικής Ευρώπης; Δημοσίευση: Του Γιώργου Δουράκη*

- Υποτίθεται ότι όσο περισσότερα χρήματα έχουν οι επιχειρηματίες τόσο περισσότερες επενδύσεις κάνουν και τόσο περισσότερες θέσεις εργασίας δημιουργούν. Γι’ αυτό και όλες οι μεταρρυθμίσεις που γίνονταν τις τελευταίες δεκαετίες στην αγορά εργασίας και στο φορολογικό σύστημα επεδίωκαν συνειδητά την ενίσχυση των κερδών εις βάρος των μισθών. Δηλαδή τη διεύρυνση και όχι τον περιορισμό των εισοδηματικών ανισοτήτων. [...] Κάποια στιγμή ο πλούτος διαχέεται προς τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας (χωρίς όμως να προσδιορίζεται πότε και πώς). Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η διάχυση δεν έλαβε ποτέ χώρα. Αντίθετα, ο πλούτος συνέχισε να συγκεντρώνεται στην κορυφή και οι ανισότητες να καλπάζουν, απαξιώνοντας έτσι ντε φάκτο τη νεοφιλελεύθερη θεωρία.

Φέτος συμπληρώνονται έντεκα χρόνια από τότε που η κατάρρευση της Wall Street οδήγησε την υφήλιο στο χείλος της αβύσσου. Ωστόσο, οι παράγοντες που δημιούργησαν τη σαρωτική καταιγίδα του 2008 βρίσκονται πάλι επί σκηνής, έτοιμοι για ένα καταστροφικό ριμέικ. Οι οικονομικές ανισότητες εξακολουθούν να είναι εκρηκτικές, οι τραπεζικοί όμιλοι υπερβολικά μεγάλοι, ενώ οι ανισορροπίες στο διεθνές εμπόριο ζουν και βασιλεύουν. Με άλλα λόγια, δεν έχει εξαλειφθεί κανένα από τα αίτια που προκάλεσαν τη μεγάλη οικονομική κρίση. Γι’ αυτό και επιφανείς οικονομολόγοι όλων των τάσεων, αλλά και διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ, προειδοποιούν ότι η ανάκαμψη είναι εύθραυστη και άρα το φάσμα της στασιμότητας και της ύφεσης εξακολουθεί να πλανάται πάνω από την παγκόσμια οικονομία. Η απαισιοδοξία αυτή ενισχύεται και από τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε πρόσφατα ο Τραμπ κατά της Κίνας και της Ε.Ε., από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις που ο πόλεμος αυτός πυροδοτεί, αλλά κι από την άνοδο της Ακροδεξιάς σε Ευρώπη και Αμερική.

Οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες είναι ένα καυτό και επίκαιρο κοινωνικό πρόβλημα. Ωστόσο, πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση δεν απασχολούσε παρά ελάχιστους ετερόδοξους οικονομολόγους και σχεδόν καθόλου το δημόσιο διάλογο. Ο λόγος είναι απλός. Η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία διατείνεται ότι η συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας είναι θεμιτή, επειδή προωθεί την ανάπτυξη. Υποτίθεται ότι όσο περισσότερα χρήματα έχουν οι επιχειρηματίες τόσο περισσότερες επενδύσεις κάνουν και τόσο περισσότερες θέσεις εργασίας δημιουργούν. Γι’ αυτό και όλες οι μεταρρυθμίσεις που γίνονταν τις τελευταίες δεκαετίες στην αγορά εργασίας και στο φορολογικό σύστημα επεδίωκαν συνειδητά την ενίσχυση των κερδών εις βάρος των μισθών. Δηλαδή τη διεύρυνση και όχι τον περιορισμό των εισοδηματικών ανισοτήτων.

Αυτή η μεγάλη συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή της πυραμίδας -συνεχίζει το νεοφιλελεύθερο αφήγημα- δεν πρέπει να μας ανησυχεί, επειδή δεν διαρκεί εσαεί. Κάποια στιγμή ο πλούτος διαχέεται προς τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας (χωρίς όμως να προσδιορίζεται πότε και πώς). Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η διάχυση (trickle-down effect) δεν έλαβε ποτέ χώρα. Αντίθετα, ο πλούτος συνέχισε να συγκεντρώνεται στην κορυφή και οι ανισότητες να καλπάζουν, απαξιώνοντας έτσι ντε φάκτο τη νεοφιλελεύθερη θεωρία.

Σύμφωνα με τις στατιστικές μελέτες του Τομά Πικετί, στις ΗΠΑ είχαμε να δούμε τόσο υψηλές εισοδηματικές ανισότητες από τις παραμονές της «Μεγάλης Ύφεσης» (1929-33). Πολλοί θεωρούν ότι αυτό είναι το βασικό αίτιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Μεταξύ αυτών και ο φιλελεύθερος (εσχάτως και φιλολαϊκιστής!) καθηγητής του Σικάγου Ράγκου Ράτζαν (πρώην αρχι-οικονομολόγος του ΔΝΤ και διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ινδίας), που θεωρεί ότι οι πρωτοφανείς εισοδηματικές ανισότητες είναι το βαθύτερο αίτιο (το «αθέατο κάταγμα») που προκάλεσε την κρίση του 2008. Αν η θεωρία αυτή ευσταθεί, τότε έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε, γιατί οι οικονομικές ανισότητες συνέχισαν να καλπάζουν και κατά τη διάρκεια της κρίσης, μέχρι και σήμερα. Αυτό είναι ιστορικά πρωτόγνωρο, αν λάβουμε υπόψη ότι στη «Μεγάλη Ύφεση» της δεκαετίας του ’30 οι ανισότητες είχαν μειωθεί.

Ο λόγος; Η ανορθόδοξη νομισματική πολιτική, γνωστή ως «ποσοτική χαλάρωση» (quantitative easing - QE), με την οποία οι κεντρικές τράπεζες διοχέτευσαν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μια άνευ προηγουμένου χρηματική ρευστότητα (περί τα 3,5 τρισ. δολάρια η FED και 2,5 τρισ. Ευρώ η ΕΚΤ). Τα χρήματα αυτά ενίσχυσαν τη ζήτηση χρηματοοικονομικών τίτλων, ντοπάροντας τις τιμές τους και ωθώντας τους χρηματιστηριακούς δείκτες σε ιστορικά υψηλά, παρόλο που οι επιδόσεις των πραγματικών οικονομιών εξακολουθούν να είναι αναιμικές. Από την πολιτική αυτή ευνοούνται σκανδαλωδώς οι κάτοχοι χρηματοοικονομικών τίτλων, δηλαδή τα υψηλά εισοδήματα, ενώ οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι. Εξ ου και η συνεχιζόμενη διεύρυνση των ανισοτήτων.

Η ποσοτική χαλάρωση θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική αν ένα σημαντικό μέρος των 6 και πλέον τρισεκατομμυρίων είχε διοχετευτεί κατευθείαν στην πραγματική οικονομία, παρακάμπτοντας τις τράπεζες. Πρόκειται για τη λεγόμενη «νομισματική χρηματοδότηση» (monetary financing) του προϋπολογισμού και της ιδιωτικής κατανάλωσης από τις κεντρικές τράπεζες, για να ενισχυθεί η αναγκαία δημοσιονομική επέκταση και η κατανάλωση, χωρίς να επιβαρύνεται το ήδη υπέρμετρο χρέος των κυβερνήσεων και των νοικοκυριών. Στην περίπτωση αυτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική γίνονται ένα. Πρόκειται για ποσοτική χαλάρωση ειδικού τύπου, που ευνοεί τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και συμβάλλει στη μείωση των ανισοτήτων («ποσοτική χαλάρωση για τον λαό»). Αυτή βέβαια είναι πολιτική εκτάκτου ανάγκης. Για να περάσουμε, όμως, σε φάση διαρκούς συρρίκνωσης της ψαλίδας μεταξύ πλούτου και φτώχειας θα απαιτηθούν διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, στο φορολογικό σύστημα και στον χρηματοπιστωτικό τομέα, προς την αντίθετη κατεύθυνση από τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων δεκαετιών που προκάλεσαν τις ανισότητες.

Όσοι αντιδρούν σε τέτοιου είδους πολιτικές προβάλλουν το επιχείρημα ότι ζούμε σε εποχή παγκοσμιοποίησης και οι αλλαγές αυτές επιδρούν αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση, έτσι όπως την ξέραμε, πνέει τα λοίσθια. Καταργείται ντε φάκτο από τους δασμούς και τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ. Τίποτα δεν θα είναι πια όπως πρώτα. Η παγκόσμια οικονομία αλλάζει εκ βάθρων με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Το δόγμα «America First» δρα ως καταλύτης και οδηγεί σε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Η Κίνα σπεύδει να αλλάξει στρατηγική, κάνοντας στροφή στην εσωτερική αγορά. Το ίδιο θα κάνει οσονούπω και η Ε.Ε., που για να αναστηλώσει την τραυματισμένη εσωτερική αγορά της πρέπει επειγόντως να εγκαταλείψει τα δόγμα της αέναης λιτότητας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι σταματά η παγκοσμιοποίηση. Απλώς αλλάζει περιεχόμενο. Περνάμε σε μια παγκοσμιοποίηση μεσαίου βαθμού, όπου η οικονομική ολοκλήρωση θα γίνεται πρωτίστως στο εσωτερικό αυτών των τριών οικονομικών και γεωπολιτικών μπλοκ.

Η Αριστερά ήταν ανέκαθεν κατά του νεοφιλελευθερισμού, της λιτότητας και των ανισοτήτων. Αλλά δεν αρκεί μόνον η Αριστερά. Χρειάζεται ένας ευρύτερος προοδευτικός πόλος εξουσίας, ικανός να φέρει σε πέρας ένα τόσο δύσκολο πολιτικοοικονομικό εγχείρημα. Δεν μπορεί παρά να δημιουργεί αισιοδοξία το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και Κεντροαριστεράς συνειδητοποιεί το τραγικό αδιέξοδο της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού και προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα της συλλογικής ευημερίας και της οικονομικής ανάπτυξης για τους πολλούς και όχι για τους λίγους. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ελπίδα για μια οικονομική και δημοκρατική αναγέννηση. Οι καιροί δεν περιμένουν. Now is the time! Ειδάλλως υπάρχει κίνδυνος να αποκτήσει ισχυρό λαϊκό έρεισμα και πολιτική επιρροή η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά. Εν τοιαύτη περιπτώσει το πλήγμα για τη δημοκρατία και τις πολιτικές ελευθερίες θα είναι μοιραίο και ενδεχομένως μη αναστρέψιμο για πάρα πολλά χρόνια.

Σχετική εικόνα

* Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

 


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;